- βαθυτέρων
- βαθύςdeepfem gen plβαθύςdeepmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
ψυχροκίνηση — η, Ν (γεωλ. εδαφολ.) μετακίνηση προς την επιφάνεια τού υλικού τών βαθύτερων στρωμάτων τών υποεπιφανειακών σχηματισμών στη γύρω από τους παγετώνες ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. cryoturbation < cryo (< κρύος) + turb[ation] … Dictionary of Greek
γεωσύγκλινο — Στη γεωλογία γ. ονομάζεται ο κοίλος χώρος του φλοιού της Γης, στις παρυφές των ηπείρων ή ανάμεσα σε δύο ηπείρους, ο οποίος βυθίζεται συνεχώς κάτω από το βάρος των ιζημάτων που αποθέτονται μέσα σε αυτόν. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι συνεχώς… … Dictionary of Greek
καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους … Dictionary of Greek
Κορνουάλη — (Cornwall). Κομητεία (3.559 τ. χλμ., 499.400 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται Α της κομητείας Ντέβον. Στα ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη θάλασσα της Μάγχης. Η κομητεία, πρωτεύουσα της οποίας είναι η πόλη… … Dictionary of Greek